- κιβώρια
- κιβώριονseed-vessel of theneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CIBORIUM — non unâ significatione Gtaecis et Romanis notum. Scriptoribus vero Ecclesiasticis pro arca, nec non pyride, seu scriniolo, super altare, quô Sacramentum conservatur in Larina Ecclesia. Pluries in Ecclesiasticae supellectilis catalogis. Vide Henr … Hofmann J. Lexicon universale
COLOCASIA — seu um, Graece Κολοκασία seu κολοκάσιον, quasi κολὸς κάσος seu κασῆς, i. e. parva lacerna, ob foliorum latitudinem, nomen est, multis herbis latifoliis commune, aro Aegyptio, Fabae Aegyptiae seu Ciborio, Loto et Nymphaeae: proprium vero… … Hofmann J. Lexicon universale
NYMPHAEAE folia — cavitatem exhibent poculis idoneam: ea enim plerumque oris per ambitum replicatis inveniuntur, sic ut non male catinorum et scyphorum ideam referant. An et κιβώρια Nicander de foliis ipsis, ad hunc modum concavis et catinorum five poculorum vicem … Hofmann J. Lexicon universale
Βασαλέτο — (Vassalletto). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας μαρμαροτεχνιτών και οικοδόμων. Έγινε γνωστή το δεύτερο μισό του 12ου αι. και η δραστηριότητά της ήταν σε ακμή έως το τέλος του 13ου. Οι Β. συνέβαλαν στην άνθηση της ψηφοθετικής και υπήρξαν, μαζί με τους … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ζωφόρος ή ζωοφόρος — Ονομασία οριζόντιας συνήθως διακοσμητικής ζώνης ενός κτιρίου. Στην ειδική περίπτωση των αρχαίων κλασικών ναών, ζ. είναι η ζώνη μεταξύ επιστυλίου και γείσου, διακοσμημένη συχνά με παραστάσεις ανάλογες με την εποχή και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του… … Dictionary of Greek
Κύκκου, μονή — Μονή της Κύπρου. Βρίσκεται στο όρος Τρόοδος, σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ. και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 11ου αι. ύστερα από δωρεά του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ο οποίος δώρισε επίσης στη μονή μία εικόνα της Θεοτόκου, από … Dictionary of Greek
Μικελότσο ντι Μπαρτολομέο Μικελότσι — (Michelozzo di Bartolomeo Michelozzi, Φλωρεντία 1396 – 1472). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης και ζωγράφος, ο σημαντικότερος κατασκευαστής κτιρίων στο πνεύμα του Μπρουνελέσκι στη Φλωρεντία, στο Βένετο, στη Λομβαρδία και στη Δαλματία. Αρχικά υπήρξε… … Dictionary of Greek